- ἀπόξεσμα
- ἀπόξεσμαscrapingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόξεσμα — το (Α ἀπόξεσμα) ό,τι αποξέει κανείς … Dictionary of Greek
ἀποξέσμασι — ἀπόξεσμα scraping neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποξέσματα — ἀπόξεσμα scraping neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόξυσμα — το (Α ἀπόξεσμα) [αποξύω] το απόξεσμα* μσν. νεοελλ. τα υπολείμματα της ζύμης στα τοιχώματα της σκάφης … Dictionary of Greek
διάξυσμα — το (Α διάξυσμα) [διαξύω] η αυλάκωση τής λεπίδας σπαθιού ή λόγχης, κοντακίου όπλου κ.λπ. αρχ. 1. ράβδωση κιόνων 2. απόξεσμα, ψήγμα, ρίνισμα … Dictionary of Greek
κατάξυσμα — κατάξυσμα, τὸ (Α) [καταξύω] (σχόλ.) απόξεσμα, ρίνισμα … Dictionary of Greek
ξέσμα — το (Α ξέσμα) αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα αρχ. 1. το αποτέλεσμα τού ξέω, αυτό που λειάνθηκε 2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον» 3. αμυχή, χαραγή 4. η λιθογλυφία 5. απόξεση 6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός β) πρόκληση … Dictionary of Greek
ξύση — η (ΑΜ ξῡσις και εσφ. γρφ. ξύσις) [ξύω] ξύσιμο, απόξεση νεοελλ. παροιμ. «το φαΐ κι η ξύση όσο ν αρχινίσει» στο φαγητό και στο ξύσιμο αρκεί να γίνει η αρχή, γιατί κατόπιν δύσκολα σταματούν αρχ. 1. εξέλκωση 2. στίλβωση, πλάνισμα ξύλου 3. εκδορά,… … Dictionary of Greek
ξύσιμο — το [ξύνω] 1. το τρίψιμο ή η ξύση ερεθισμένου μέρους τού δέρματος 2. ξέοη, απόξεση 3. μετατροπή μιας επιφάνειας σε λεία και ομαλή, λείανση, εξομάλυνση μιας επιφάνειας 4. χάραγμα μιας επιφάνειας με τα νύχια ή με αιχμηρό αντικείμενο 5. ξυσιά,… … Dictionary of Greek
ρίνισμα — το / ῥίνισμα, ΝΜΑ [ῥινίζω] το ψήγμα, το απόξεσμα που πέφτει από σκληρό σώμα, συνήθως μέταλλο, την ώρα που ρινίζεται, που αποξέεται με τη λίμα («ρινίσματα σιδήρου») νεοελλ. η ενέργεια τού ρινίζω, το λιμάρισμα … Dictionary of Greek